- ευτυχής
- -ής, -έςγεν. -ούς, αιτ. -ή, πληθ. ουδ. -ή, επίρρ. -ώς1. ο καλότυχος, ο καλόμοιρος, ο ευτυχισμένος: Ευτυχής ο πατέρας των καλώνπαιδιών.2. πάρα πολύ ευχαριστημένος: Είμαιευτυχής που συμφωνείς μαζί μου.3. ευδαίμονας, μακάριος, καλότυχος: Έζησε ευτυχής στα γεράματά του.4. εξαιρετικά πετυχημένος: Ευτυχής σύμπτωση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.